γκαστριά

γκαστριά
η
βλ. γγαστριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γκαστριά — η 1. η εγκυμοσύνη. 2. η διάρκεια της εγκυμοσύνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγαστριά — η βλ. γκαστριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκυμοσύνη — η η κατάσταση της έγκυας, η κύηση, το γκάστρι, η γκαστριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”